Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κιβωτός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

arca ~f~ η κιβωτός του Νώε == l'Arca di Noè | η κιβωτός της διαθήκης == l'Arca dell'Alleanza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιβώτιο κιγγλώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---