Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκιγκλίδωμα
ουσιαστικό ουδέτερο cancella`ta ~f~, ringhie`ra ~f~ κιγκλίδωμα μπαλκονιού == ringhiera di un balcone | κιγκλίδωμα σκάλας == ringhiera di una scala+++πρoστατευτικό κιγκλίδωμα δρόμου == guardrail, guardavia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |