Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κιθαρίστας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κιθαριστής]

κιθαριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

chitarri`sta ~mf~

κιθαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κιθαριστής] e di [κιθαρίστας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιθάρα κικιρίκου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---