Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κίβδηλος  
επίθετο

1 di metalli nobili e monete metalliche falso
2 (fig) falso, inganne`vole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιβδηλοποιός κιβεντίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---