Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκηρύσσω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο κηρύσσω (o κηρύττω) ν tr 1 predicare κηρύσσω τo ευαγγέλιo == predicare il Vangelo 2 dichiarare, proclamare κηρύσσω πτώχευση == dichiarare fallimento κηρύσσω την έναρξη της συνεδρίασης == dichiarare aperta la seduta κηρύττομαι ρήμα παθητικό variante di [κηρύσσομαι] κηρύττω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κηρύσσω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |