Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κήρυκας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 messagge`ro ~m~, ara`ldo ~m~, bandito`re ~m~
2 predicato`re κήρυκας της κοινωνικής δικαιοσύνης == predicatore della giustizia sociale
3 messagge`ro ~m~ (di pace)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κηρυγμένος κήρυξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---