Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατεργασία  
ουσιαστικό θηλυκό

lavorazio`ne ~f~, trattame`nto ~m~ η κατεργασία του παπύρου == la lavorazione del papiro | θερμική κατεργασία του χάλυβα == trattamento termico dell'acciaio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατεργάρικος κατεργάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---