Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάσαρκα  
επίρρημα

a conta`tto dire`tto con la pelle φορώ κατάσαρκα ένα σακάκι == portare una giacca a contatto diretto con la pelle

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασάζω κατάσβεση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---