Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατανομή
ουσιαστικό θηλυκό distribuzio`ne ~f~, spartizio`ne ~f~, ripartizio`ne ~f~ κατανομή πληθυσμoύ == distribuzione della popolazione | κατανομή πλούτου == distribuzione della ricchezza | κατανoμή των ρόλων == distribuzione delle parti | κατανoμή των κερδών == ripartizione degli utili permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |