Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταντροπιάζω
ρήμα μεταβατικό 1 svergogna`re, mortifica`re τον καταντρόπιασε μπροστά σ' όλους τους συμμαθητές του == l'ha svergognato davanti a tutti i compagni di scuola 2 ricopri`re d'onta, disonora`re καταντρόπιασε την οικογένειά του == ha disonorato la famiglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |