Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταντάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [καταντώ]

καταντώ  
ρήμα αμετάβατο

1 ridu`rsi, diveni`re κατάντησε o περίγελος του χωριού == è diventato lo zimbello del paese
2 ridu`rsi κατάντησε ζητιάνος == s'è ridotto a mendicare

καταντώ
ρήμα μεταβατικό

ridu`rre, re`ndere, far diventa`re τον κατάντησε σκλάβο της == l'ha ridotto a suo schiavo | κοίτα πώς τον κατάντησε το πάθος της χαρτοπαιξίας == guarda come l'ha ridotto la passione del gioco!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατανοώ κατάντημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---