Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάντια
ουσιαστικό θηλυκό il ridu`rsi ~m~ in catti`vo stato, stato ~m~ misera`ndo ντρέπεται για το κατάντημά της κόρης της == si vergogna di come si è ridotta la figlia | o κήπος είναι σε φοβερή κατάντια == il giardino è in uno stato miserando permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |