Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάφωρος  
επίθετο

pate`nte, manife`sto, pale`se κατάφωρη αδικία == una patente ingiustizia | κατάφωρη παραβίαση συμφωνίας == una palese violazione di un accordo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάφυτος καταφώτιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---