Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταχαίρομαι  
ρήμα παθητικό

1 ((intransitivo)) e`ssere molto feli`ce, rallegra`rsi molto
2 ((transitivo)) gode`rsi την καταχάρηκα τη συναυλία == mi soni goduto molto il concerto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάφωτος κατάχαμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---