Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταχαίρομαι
ρήμα παθητικό 1 ((intransitivo)) e`ssere molto feli`ce, rallegra`rsi molto 2 ((transitivo)) gode`rsi την καταχάρηκα τη συναυλία == mi soni goduto molto il concerto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |