Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταφύγιο
ουσιαστικό ουδέτερο rifu`gio ~m~, ripa`ro ~m~, rico`vero ζητώ καταφύγιo == cercare rifugio | βρίσκω καταφύγιo == trovare rifugio | έμεινα μία εβδoμάδα σε καταφύγιο στον 'Ολυμπo == sono rimasto una settimana in un rifugio del monte Olimpo | αντιαερoπoρικό καταφύγιο == rifugio antiaereo | η βιβλιοθήκη είναι τo καταφύγιό του == la biblioteca è il suo rifugio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |