Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδρομέας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 incurso`re ~m~
2 militare ((al plurale)) comma`ndo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδότρια καταδρομή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---