Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταδότης
ουσιαστικό αρσενικό delato`re ~m~, spi`a ~f~ καταδότρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καταδότης] καταδότρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καταδότης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |