καταδότης
ουσιαστικό αρσενικό
delato`re ~m~, spi`a ~f~
καταδότρα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καταδότης]
καταδότρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καταδότης]
ουσιαστικό αρσενικό
delato`re ~m~, spi`a ~f~
καταδότρα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καταδότης]
καταδότρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καταδότης]
permalink
καταδότης {καταδοτών...
καταδότρα [θηλ.ουσ]
καταδότρια {καταδο-τρ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
