Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

delato`re ~m~, spi`a ~f~

καταδότρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταδότης]

καταδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταδότης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάδοση καταδρομέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---