Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταδίωξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 inseguime`nto ~m~ 2 persecuzio`ne ~f~ μανία καταδιώξεως == mania di persecuzione καταδίωξις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [καταδίωξη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |