Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδιώκω  
ρήμα μεταβατικό

1 dare la ca`ccia, perseguita`re, insegui`re τον καταδιώκει η αστυνομία == la polizia gli dà la caccia | καταδιώκουν τους φυγάδες == perseguitano i fuggiaschi
2 (fig) perseguita`re τον καταδιώκουν oι τύψεις == è perseguitato dai rimorsi

καταδώχνω
ρήμα

variante di [καταδιώκω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδιωκτικός καταδίωξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---