Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάδυση
ουσιαστικό θηλυκό 1 immersio`ne ~f~ 2 sport tuffo ~m~ εξέδρα καταδύσεων == piattaforma, trampolino permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη στολή κατάδυσης = muta [θηλ.] subacquea Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |