Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδυναστεύω  
ρήμα μεταβατικό

vessa`re, tiranneggia`re, oppri`mere καταδυναστεύω ένα λαό == vessare un popolo | καταδυναστεύει τα παιδιά της == opprime i figli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδυναστευτικός καταδύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---