Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάθεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il porre ~m~, posa ~f~, il colloca`re ~m~, il depo`rre ~m~ κατάθεση στεφάνου == il deporre una corona di fiori
2 banca versame`nto ~m~, depo`sito ~m~ βιβλιάριο καταθέσεων == libretto di risparmio, libretto di deposito a risparmio
3 banca ((al plurale)) rispa`rmi ~mp~, conto ~m~ έχει καταθέσεις στην Ελβετία == ha un conto in Svizzera
4 diritto deposizio`ne ~f~ κατάθεση μάρτυρoς == la deposizione di un teste | δίνω κατάθεση == deporre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταθέσεις καταθέτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το βιβλιάριο καταθέσεων = libretto [αρσ.] di risparmio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---