Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκανονίζω
ρήμα μεταβατικό 1 regola`re κανόνισες το ρολόι σου; == hai regolato il tuo orologio? 2 stabili`re, fissa`re, organizza`re κανονίσαμε την τιμή == abbiamo stabilito il prezzo | κανονίσαμε τον τόπο και την ώρα της συνάντησης == abbiamo fissato il luogo e l'ora dell'appuntamento | έχεις κανονίσει τίποτα για τo Σαββατοκύριακο; == hai organizzato qualcosa per il fine settimana? 3 regola`re, sistema`re κανόνισαν ειρηνικά τo ζήτημα == hanno sistemato la questione pacificamente 4 (fig) sistema`re per le feste, me`ttere a posto θα το πω στον πατέρα σου και θα σε κανονίσει αυτός == lo dirò a tuo padre che ti sistemerà per le feste permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |