Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κανονικός  
επίθετο

1 norma`le, regola`re υπό κανονικές συνθήκες == in condizioni normali | κανονικό ανάστημα == statura regolare | κάνω κανονική ζωή == fare una vita regolare | με κανονικό βήμα == con passo regolare
2 ecclesiastico cano`nico κανονικό δίκαιο == diritto canonico

κα§νο§νι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κανονικός]

κα§νο§νι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κανονικός]

κα§νο§νι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κανονικός]

κα§νο§νι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κανονικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κανονικοποιώ κανονικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---