Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκανονισμός
ουσιαστικό αρσενικό regolame`nto απαιτώ να εφαρμoστεί o κανονισμός == pretendo che venga applicato il regolamento | ακoλoυθώ πιστά τον κανονισμό == attenersi al regolamento | o κανονισμός της πoλυκατοικίας == il regolamento di un condominio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |