Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καντηλανάφτης  
ουσιαστικό αρσενικό

ecclesiastico sagrestano ~m~

καντηλανάφτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καντηλανάφτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καντηλάκι καντηλέρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---