Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κανταΐφι  
ουσιαστικό ουδέτερο

gastronomia dolce ~m~ fatto di pasta filamento`sa, noci o ma`ndorle trita`te; il tutto imbevu`to di sciro`ppo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καντάδα καντάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---