Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκανονικά
επίρρημα 1 regolarme`nte, normalme`nte, di re`gola, di so`lito κανονικά πάμε για ύπνο στις έντεκα == di regola andiamo a dormire alle undici | πρέπει να τρως κανονικά == devi mangiare regolarmente 2 in teori`a κανονικά, τέτοια ώρα έπρεπε να είμαι σπίτι, κι όχι εδώ στο γραφείο == in teoria, a quest'ora dovrei essere a casa, e non qui in ufficio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |