Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κανόνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 canno`ne ~m~
2 (fig) fallime`nto ~m~ ρίχνω, βαράω κανόνι == dichiarare fallimento, fallire
3 (fig) bocciatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κανόνας κανονιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---