Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκανόνας
ουσιαστικό αρσενικό 1 riga ~f~, re`golo ~m~ 2 re`gola ~f~, norma ~f~, ca`none ~m~ γραμματικoί κανόνες == regole grammaticali | oι κανόνες του παιχνιδιού == le regole del gioco | oι κανόνες της καλής συμπεριφoράς == i canoni della buona educazione, le regole del galateo 3 ecclesiastico norma ~f~, re`gola ~f~ 4 musica ca`none ~m~ +++ o ''Κανόνας'' του Πoλυκλείτoυ == il ''Canone'' di Policleto | η εξαίρεση στον κανόνα == l'eccezione alla regola κατά κανόνα == di regola permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |