Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακοτυχία, (raro) κακοτυχιά
ουσιαστικό θηλυκό sfortu`na ~f~, sventu`ra ~f~, disgra`zia ~f~ τον κυνηγούν οι κακοτυχίες == è perseguitato dalla sventura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |