Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακοφαίνεται
ρήμα απρόσωπο ((preceduto dai pronomi personali [μου, σου, του, μας, σας, τους])) dispiace`re, ave`rsela a male, e`ssere contraria`to του κακοφάνηκε που δεν πήγαμε στη γιορτή του == se l'è avuta a male, era molto contrariato perché non siamo andati alla sua festa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |