Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακούργα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κακούργος]

κακούργος  
επίθετο

crimina`le κακούργα ένστικτα == istinti criminali

κακούργος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 crimina`le ~m~, delinque`nte ~m~, malfatto`re ~m~
2 (fig) perso`na ~f~ spietata, crudele, disgrazia`to, delinque`nte του 'ψησε τo ψάρι στα χείλη η κακούργα! == quella strega gli ha reso la vita un inferno!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοτυχώ κακούργημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---