Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακοφτιαγμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κακοφτιάνω] 2 fatto male, malfa`tto κακοφτιαγμένα ρούχα == abiti malfatti | κακοφτιαγμένο σώμα == corpo malfatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |