Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοφορμίζω  
ρήμα αμετάβατο

diventa`re purule`nto, infiamma`rsi τo τραύμα κακοφόρμισε == la ferita è diventata purulenta

κακοφορμίζω
ρήμα μεταβατικό

far diventa`re purule`nto, infiamma`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακόφημος κακοφορμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---