Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοτράχαλος  
επίθετο

di luoghi impe`rvio, impratica`bile κακοτράχαλο μονοπάτι == un sentiero impraticabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοτοπιά κακοτροπία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---