Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοτοπιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 luo`go ~m~ impe`rvio, impratica`bile
2 (fig) situazio`ne ~f~ diffi`cile, punto ~m~ pericolo`so, peri`colo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακότητα κακοτράχαλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---