Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίσκιος
ουσιαστικό αρσενικό 1 ombra ~f~ κάθομαι στον ίσκιο μιας βελανιδιάς == sedersi all'ombra di una quercia 2 (fig) ombra ~f~, fanta`sma ~m~, spi`rito ~m~ oι ίσκιοι των νεκρών == gli spiriti dei defunti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |