Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ίσκα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 esca ~f~ (per il fuoco)
2 pietri`na ~f~

ίσχα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ίσκα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισιώνω Ισκαριώτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---