Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ισιωμένος
επίθετο
1
participio passato del verbo
[ισιώνω]
2
rettifica`to
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ίσιωμα
ισιώνω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ίσιδα
[κύρ.όν. θηλ.]
Ισίδωρος
{-ου κ. -ώ...
ίσιος
[επίθ.]
ισιότης
[θηλ.ουσ]
ίσιωμα
[ουσ ουδ.]
ισιωμένος
[επίθ.]
ισιώνω
[ρ. μτβ.]
ίσκα
{χωρ. γεν....
Ισκαριώτης
[ουσ αρσ ]
ισκιερός
[επίθ.]
ίσκιος
[ουσ αρσ ]
ίσκιωμα
[ουσ ουδ.]
ισκιώνω
[ρ. μτβ.]
ισλάμ
{άκλ.}
ισλαμικός
[επίθ.]
ισλαμισμός
[ουσ αρσ ]
ισλαμίστρια
[θηλ.ουσ]
Ισλανδή
[θηλ.ουσ]
Ισλανδία
[κύρ.όν. θηλ.]
ισλανδικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis