Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ισλανδή
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Ισλανδός]

Ισλανδός  
ουσιαστικό αρσενικό

abitante ~mf~ dell'Isla`nda, islande`se ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισλαμίστρια Ισλανδία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---