Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ισχυρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

affermazio`ne ~f~, asserzio`ne ~f~ αβάσιμοι ισχυρισμοί == asserzioni infondate, affermazioni prive di fondamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισχυριζόμενος ισχυρογνώμονας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---