Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισχύς
ουσιαστικό θηλυκό 1 forza ~f~, vigo`re ~m~, robuste`zza ~f~ 2 forza ~f~, pote`re ~m~, pote`nza ~f~, influe`nza ~f~ επίδειξη στρατιωτικής ισχύος από μία χώρα == dimostrazione della potenza militare di un paese | έχει μεγάλη ισχύ μέσα στο κόμμα == esercita un grande potere, una grande influenza all'interno del partito 3 diritto vigo`re ~m~, validità ~f~ o νόμος θα τεθεί σε ισχύ από 1ης Iανoυαρίoυ == la legge entrerà in vigore il primo gennaio 4 fisica pote`nza ~f~ η ισχύς εν τη ενώσει == l'unione fa la forza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |