Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισχυρός
επίθετο 1 forte ισχυρή προσωπικότητα == forte personalità 2 vigoro`so, resiste`nte, robu`sto, posse`nte ισχυρή κράση == costituzione robusta | ισχυρό στράτευμα == ese`rcito posse`nte 3 forte, impetuo`so, viole`nto ισχυρός άνεμος == forte vento 4 ben fonda`to, so`lido ισχυρά επιχειρήματα == solidi argomenti 5 pote`nte oι ισχυροί της γης == i potenti della terra 6 diritto va`lido, vige`nte ισχυρότατος επίθετο superlativo di [ισχυρός] ισχυρότερος επίθετο comparativo di [ισχυρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |