Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισχνός
επίθετο 1 magro, asciu`tto, scarno, sotti`le ισχνό πρόσωπο == viso scarno 2 (fig) po`vero, scarso, basso η συγκομιδή ήταν ισχνή == il raccolto è stato scarso | ισχνό εισόδημα == basso reddito | περίοδος ισχνών αγελάδων == il tempo delle vacche magre ισχνότατος επίθετο superlativo di [ισχνός] ισχνότερος επίθετο comparativo di [ισχνός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |