Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήθη
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός gli usi ~mp~, i costumi ~mp~, le abitudini ~fp~ τα ήθη και τα έθιμα ενός λαού == gli usi e i costumi di un popolo ήθος ουσιαστικό ουδέτερο princi`pi ~mp~, qualità ~fp~ mora`li, moralità ~f~ άνθρωπoς με εξαιρετικό ήθoς == un uomo di eccezionali qualità morali permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ήθη και έθιμα = usi [αρσ. πλυθ.] e costumi [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |