Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηλεκτρίζομαι
ρήμα παθητικό

elettrizza`rsi

ηλεκτρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 elettrizza`re
2 (fig) entusiasma`re, eccita`re, elettrizza`re o ρήτορας ηλεκτρισε τo πλήθος == l'oratore elettrizzò la folla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλεκτρεγερτικός ηλεκτρικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---