Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηλεκτρικό
ουσιαστικό ουδέτερο corre`nte ~f~ (ele`ttrica) μας έκoψαν τo ηλεκτρικό == ci hanno interrotto la corrente elettrica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |