Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήλεκτρο
ουσιαστικό ουδέτερο ambra ~f~, re`sina ~f~ fossile, succini`te ~f~ ηλεκτρο– πρόθεμα primo elemento di parole composte con significato di [elettrico, elettro-] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |