Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γουρούνα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 femminile di [γουρούνι ^-ιού, το^]
2 scrofa ~f~
3 tro`ia ~f~

γουρούνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

maia`le ~m~, porco ~m~ ((anche in senso figurato))+++αγοράζω γουρούνι στο σακί==comprare la gatta nel sacco, comprare a occhi chiusi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γούρνα γουρουνάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---